Πέμπτη 15 Μαρτίου 2018

Στην ταβέρνα EL LOCO

Πως θα μπορούσε να είναι δική μου όταν ήμουν εκεί βράδυ... Φωτογραφία Google
Το ταξί σταμάτησε στη πόρτα του «EL LOCO». Πληρώσαμε και βγήκαμε έξω.
Είχα να πατήσω αυτό το πεζοδρόμιο 19 χρόνια. Δεν αναγνώρισα το μέρος, δεν μου θύμιζε τίποτα. Κάποιος θα μπορούσε να μου πει, «Τι να αναγνωρίσεις ρε αθεόφοβε μετά από τόσα χρόνια; Μία που μπήκες και μια που βγήκες, βράδυ, και φορτωμένος με αλκοόλ στο αίμα σου» και θα είχε δίκιο. Αλλά είχα τακτοποιημένη αλλιώς την εικόνα στη μνήμη μου.
Ήταν η πρώτη και τελευταία φορά στα 1995(;) με τη γυναίκα μου στο πλάι μου. Είχα μπει στην ταβέρνα με διάθεση να δοκιμάσω τα πάντα, αλλά είχα ξεχάσει ότι το κατηγορίας φτερού έτερον ήμισυ απλώς θα δοκίμαζε. Ναι έφαγα και ήπια μόνος μου τον αγλέορα, με έναν απλό παρατηρητή δίπλα μου.

Ο Αργεντίνοι είναι μάστορες στα κρέατα και ειδικά στα ψητά. Έχουν δικούς τους τρόπους, μοναδικούς. Αλλιώς στήνουν τη φωτιά, αλλιώς το κρέας. Το αποτέλεσμα ποιοτικά μπορεί να χαρακτηριστεί Θεσσαλικό, Ρουμελιώτικο αλλά είναι κάτι τελείως διαφορετικό κυρίως με κρέατα μοσχαρίσια και βοδινά! Όλα μαλακά και πολύ νόστιμα.

Ανοίξαμε τη πόρτα και μπήκαμε μέσα. Ούτε τον χώρο θυμόμουν έτσι (επίσης αλλιώς τον είχα στο μυαλό μου) αλλά αυτός θα μπορούσε να είχε ανακαινιστεί όχι μία αλλά πολλές φορές μετά από τόσα χρόνια. Είχα ασχοληθεί πολύ με λεπτομέρειες του παρελθόντος και όπως πήγαινα θα έχανα το παρόν.

Η παρέα γνήσια ναυτική αυτή τη φορά και με καλή διάθεση.

Ήρθε μια σερβιτόρα μ’ ένα μπλοκάκι στο χέρι για παραγγελία. Κάτι είπε αλλά το μόνο που πιάσαμε ήταν το BUENA TARDE. Τα υπόλοιπα τα πήρε ο άνεμος. Προφανώς μας καλωσόρισε και μας ρώτησε τι θα πάρουμε. Εμείς με το μενού που προηγήθηκε γραμμένο στα Ισπανικά δεν είχαμε βγάλει άκρη. Θυμήθηκα τότε τις 6 λέξεις που χρησιμοποίησα πριν από λίγη ώρα στο δρόμο. Αφαίρεσα τις τρεις από αυτές και επανέλαβα όσες είχαν μείνει. Τις υπόλοιπες 3. -LOMO, ASADO, CHORIZOS…
Χαμογέλασε και μπέρδεψε κάτι ισπανικά με αγγλικά ρωτώντας.
-RARO, MEDIO, BIEN hecho?
Έπιασα τις τρεις από τις 4 λέξεις. Αυτές με τα κεφαλαία γράμματα. Σαν να μας έλεγε, «τα θέλετε ωμά, μέτρια, καλοψημένα;»
Εγώ κι ο ανθυποπλοίαρχος που τον είχα μυήσει παλαιότερα στο όχι καλοψημένο κρέας, σε άλλη έξοδό σε προηγούμενο καράβι στην Astoria του Oregon, χωρίς σκέψη απαντήσαμε.
-MEDIO.
-WELL DONE, είπε ο Δεύτερος.
-BUENO, η σερβιτόρα.
Μας είχε καταλάβει κι συνέχισε.
-VINO O CERVEZA?
-VINO απαντήσαμε με μια φωνή.
-LO QUE EL VINO ES LO QUE QUIERES?
Είχαν αρχίσει τα δύσκολα! Το VINO σαν λέξη την παίζαμε στα δάχτυλα όπως και το QUIERO που σημαίνει ΘΕΛΩ και το QUE που σημαίνει ΤΙ.
Το συμπέρασμα βγήκε, την είχαμε μεταφράσει. Έφταναν οι 3 γνωστές σε μας λέξεις. Μας ρωτούσε τι είδους κρασί θέλαμε να πιούμε.
Η συνέχεια της βραδιάς ως προς τη συνεννόηση εξακολούθησε να γίνεται μετ’ εμποδίων. Δεν θυμάμαι πως ακριβώς καταφέραμε να της δώσουμε να καταλάβει τι είδους κρασί θέλαμε να πιούμε, τι γλυκά, τι παγωτά, αλλά τέλος καλό όλα καλά. Καλή θέληση να υπάρχει και στην περίπτωσή μας υπήρχε κι από τις δύο πλευρές. Η γλώσσα, υπάρχουν φορές, που δεν παίζει τόσο μεγάλο ρόλο.

Έφερε το κρασί και ορεκτικά σε μικρά μπολάκια με κριτσίνια. Ακολούθησε η σαλάτα με κάτι άλλα μεζεδάκια που για να τα παραγγείλουμε μπήκαμε στην κουζίνα!...

Το μαγαζί σχεδόν γεμάτο και η πόρτα συνέχιζε να ανοιγοκλείνει με συνεχή ροή προς το εσωτερικό! Πριν αρχίσουμε να τρώμε είχε γεμίσει, ούτε καρέκλα δεν εύρισκες. Είχαμε φτάσει στην καλύτερη ώρα. Η παρουσία του κόσμου γύρω όπου κι αν βρίσκεσαι είναι ευχάριστη.

Το περιβάλλον όμορφο, πολιτισμένο, νότιο-ευρωπαϊκό, οικείο. Ταβέρνα-ψησταριά σε κάποια μικρή πόλη της βορείου Ελλάδος. Το μόνο διαφορετικό σε σχέση με τα δικά μας, τα χωρίς τραπεζομάντιλα τραπέζια. Αμερικάνικη λογική.
Πάντα οι φωτογραφίες που αναρτώ είναι δικές μου. Όταν αυτό δεν συμβαινει γράφω από κάτω "Φωτογραφία Google". Η συγκεκριμένη είναι μια από αυτές αλλά αποτυπώνει ακριβώς το χώρο όπως την ημέρα που ήμασταν εκεί.Το τραπέζι που καθίσαμε είναι αυτό στην δεξιά άκρη και μπορεί να συγκριθεί με τη επόμενη φωτογραφία.
Δίπλα μας ένα ζευγάρι ηλικιωμένων με μεσογειακά χαρακτηριστικά, αφού οι περισσότεροι Αργεντινοί έχουν ρίζες Ιταλικές, έτρωγαν και μας έγδυναν με τα μάτια. Αν τους μιλούσαμε μπορεί και να άλλαζαν τραπέζι. Θα έρχονταν στο δικό μας.
Η γλώσσα, πρώτη απ’ όλα, κέντρισε το ενδιαφέρον σε όλους γύρω μας.
«Από πού στο καλό να είναι αυτοί οι τρεις;»
Επίσης η κακιά ελληνική συνήθεια να συζητάμε μεγαλοφώνως όπου κι αν βρισκόμαστε, σαν να μαλώνουμε, δεν κόβεται από την μια στιγμή στην άλλη. Κι όσο η κατανάλωση της μπύρας αυξάνονταν τόσο αυξάνονταν τα ντεσιμπέλ και όλο και περισσότεροι μας κοιτούσαν.
-Σιγά παιδιά, γίναμε θέατρο.
-Τι έγινε;
-Μας ακούει όλο το μαγαζί, ας μιλάμε λίγο πιο σιγά.
Συμμορφωθήκαμε.
Είμαι σίγουρος ότι όλοι αναρωτιόνταν για την καταγωγή μας.
Τα κρέατα άρχισαν να έρχονται το ένα μετά το άλλο, με χρονική καθυστέρηση, όχι όλα μαζί. Εμένα αυτή η τακτική μ’ ενθουσιάζει. Ότι τρως είναι φρεσκοψημένο, ζεστό.

Στην Ελλάδα δεν συνηθίζεται εκτός αν το ζητήσεις, με πιθανότητες λιγοστές να γίνει σεβαστή η επιθυμία σου. Η δικαιολογία έτοιμη στα χείλια του σερβιτόρου. «Δεν γίνεται με τόση δουλειά». Κοιτάς γύρω σου και το μαγαζί είναι μισοάδειο!
Γύρισα προς το μέρος της σάλας και η ματιά μου διασταυρώθηκε με τη ματιά των δύο ηλικιωμένων. Σήκωσαν τα ποτήρια τους και χαμογέλασαν. Σηκώσαμε κι εμείς το δικά μας. Το είχαν σχεδιάσει, δεν το περίμενα.
-SALUDO, είπαν.
-ΓΕΙΑ ΜΑΣ είπαμε και οι 3 μαζί λες και ήμασταν συνεννοημένοι.
Έσμιξαν τα φρύδια τους, άντρας και γυναίκα σαν να έλεγαν, «τι είπατε;»
-SALUDO, είπαμε και εμείς. Που να εξηγείς τώρα...
-QUE PAIS ES USTED?
-Παιδιά QUE PAIS είπε, μας ρωτάει από πού είμαστε, είπα στους δικούς μου.
-GRECIA είπε ο Δεύτερος.
-MARINEROS GRIEGOS, είπα εγώ.
Ξανασήκωσαν τα ποτήρια.
-SALUDO, ξαναείπαν.
-SALUDO, ξαναείπαμε.
Η βαθυστόχαστη συζήτηση τελείωσε εκεί με αμοιβαία χαμόγελα εκ του μακρόθεν. Πάντως την περιέργειά τους την ικανοποίησαν.

Είναι απορίας άξιο πως δεν κάναμε ΜΠΑΜ από το πολύ φαΐ και το κρασί. Απορίας άξιο πως δεν πέσαμε ξεροί όταν ήρθαν γλυκά και παγωτά.

Και μέσα στην ευχάριστη ατμόσφαιρα της στιγμής, του φαγητού και του κρασιού, η ερώτηση που κάνουν πολλοί από μας στην πτωχευμένη Ελλάδα, ήρθε στο νου μου και για την Αργεντινή. Γύρισα και έριξα ξανά μια γρήγορη ματιά σε όλη την αίθουσα. Η ψησταριά εξακολουθούσε να είναι γεμάτη και ο κόσμος να περιδρομιάζει, να περνάει καλά.
«ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ Η ΚΡΙΣΗ;»
Ναι, είναι σίγουρο ότι και οι δύο χώρες οικονομικά παραπαίουν ωστόσο η πείνα και η δυστυχία δεν αγγίζει τους πάντες.
Μπορεί το καμπανάκι της να χτυπάει για όλους. Φωνές προειδοποίησης όπως, ΠΡΟΣΟΧΗ, ΚΟΨΤΕ ΤΙΣ ΣΠΑΤΑΛΕΣ, ΞΕΧΑΣΤΕ ΑΥΤΑ ΠΟΥ ΞΕΡΑΤΕ, για να σφίξουμε τα λουριά ακούγονται από παντού, αλλά το DISTRESS ALARM χτυπάει για λιγότερους! Τουλάχιστον για μας τους Έλληνες.
Στην Αργεντινή βέβαια οι Villas Miserias είναι σταθερή, διαχρονική αξία. Κάθε πόλη δίπλα της έχει μια δεύτερη πόλη για τους εξαθλιωμένους. Όταν λοιπόν σου συμβεί να εξαθλιωθείς δεν αλλάζεις τελείως τη ζωή σου, πας λίγο παραπέρα. Στις τρώγλες!

Γύρισα στο πλοίο ανανεωμένος αλλά και μετανοιωμένος! «Δεν έπρεπε να φάω τόσο πολύ» μονολογούσα, «είμαι και μεγάλος άνθρωπος πια!» Όμως η στέρηση του πελάγους, η μοναξιά πολλές φορές σε εκτροχιάζει!
Μετά από καιρό, και αφού είχα αποφύγει τον ταμπλά, το ξανασκέφτομαι και λέω, «μια ζωή την έχουμε…». Μια έκφραση που πάει γάντι ειδικά στον ναυτικό στον οποίο η ΚΑΘΟΛΙΚΗ στέρηση είναι μέρος του είναι του!

Συνεχίζεται…

Chrisgio

Δεν υπάρχουν σχόλια :