Μια πολύ κρύα μέρα κι ένας λαμπρός ήλιος με δόντια.
Ένας άντρας άψογος εμφανισιακά, γύρω στα 45. Μαύρο δερμάτινο μπουφάν, μαύρα δερμάτινα γάντια, γκρι παντελόνι, μαύρα παπούτσια, γυαλιά ηλίου. Ένας κομψός κύριος. Μια κομψότητα που κατά μεγάλο ποσοστό προέρχονταν από τα ακριβά επώνυμα ρούχα και αξεσουάρ.
Ένα ποδήλατο μεταλλικού πρασινοκίτρινου χρώματος με ακριβά, κι αυτό, αξεσουάρ. Καμιά 25 γρανάζια-ταχύτητες, κοντέρ, υπερυψωμένη σέλα, χαμηλωμένο μαύρο τιμόνι. Δύο δερμάτινες τσάντες κρεμασμένες δεξιά κι αριστερά στην πίσω ρόδα. Ολοκάθαρο! Άστραφτε! Έμοιαζε αχρησιμοποίητο.
Βρισκόμουν μέσα στο αυτοκίνητο στο πάρκινγκ μπροστά από την Α’ ΔΟΥ Βόλου.
Ο άντρας μπροστά μου και δεξιά ακούμπησε το ποδήλατό του με προσοχή πάνω στην πινακίδα που πληροφορούσε ότι ο χώρος είναι ελεγχόμενης στάθμευσης.
Ξεκλείδωσε την τεράστια, προστατευμένη με πλαστικό, καδένα-κλειδαριά, κι αφού την ξετύλιξε από τη βάση της σέλας, ασφάλισε το ποδήλατό του περνώντας την από το σκελετό του και το μεταλλικό κοντάρι της ταμπέλας.
Άνοιξε την αριστερή δερμάτινη τσάντα του ποδηλάτου κι έβγαλε από μέσα δύο μακρόστενα μεταλλικά παραλληλόγραμμα. Ήταν πινακίδες κυκλοφορίας. Τις έβαλε κάτω από τη μασχάλη και κατευθύνθηκε προς την είσοδο της εφορίας.
Δεν τον ακολούθησα αν και ο δρόμος μας ήταν κοινός. Συνέχισα να κάθομαι στη θέση του οδηγού του αυτοκινήτου μου παρακολουθώντας τον να απομακρύνεται. Χαμογέλασα. Να και μία κατάθεση πινακίδων σε «ζωντανή» μετάδοση» σκέφτηκα.
Ο ποδηλάτης είναι σίγουρο ότι δεν ήταν άστεγος, δεν πεινούσε δεν κρύωνε. Είχε αρχίσει όμως να τελειώνει το «λίπος» που του επέτρεπε να το παιζει LARGE και οι περικοπές είχαν φαίνεται κριθεί αναγκαίες πριν τον πάρει ολοκληρωτικά από κάτω. Βρίσκονταν στο στάδιο του «περασμένα μεγαλεία» αλλά χωρίς να έχει φτάσει στο «διηγώντας τα να κλαίς». Λάμβανε τα μέτρα του. Μόνο που δεν ξέρω αν τα λάμβανε εγκαίρως.
Η εμφάνισή του το έδειχνε καθαρά ότι ζούσε μια άνετη ζωή μέχρι τώρα. Σε λίγο καιρό τα καθημερινά ακριβά του ρούχα θα τα φοράει μόνο την Κυριακή και θα τα προσέχει σαν τα μάτια του.
Το ποδήλατο, αποτελούσε το εργαλείο της απογευματινής του βόλτας ή άθλησής του όταν γυρνούσε, με την Mercedes του, από την δουλειά που βρισκόταν 1.000 μέτρα μακριά από το σπίτι, αλλά την έπαιρνε μαζί του για να την παρκάρει στο ακριβό παραλιακό πάρκινγκ και να περπατήσει 400 μέτρα για να φτάσει στο γραφείο του.
Ίσως
να ήταν και παροπλισμένο για μεγάλο διάστημα σε κάποια αποθήκη ή μπαλκόνι αφού ήταν εκτός
κλίματος και κοινωνικής θέσης, εκείνα τα «ωραία χρόνια», να χρησιμοποιεί
ποδήλατο για να πηγαίνει στη δουλειά του.
Ήταν
τότε που κάθε απόγευμα έπαιρνε το δεύτερο αυτοκίνητό του για να πάει
στο επίσης κοντινό γυμναστήριο, των 60 ευρώ μηνιαίως, να γυμναστεί
στον διάδρομο, στο χωρίς ρόδες ποδήλατο και γυρνώντας σπίτι του να ανέβει στο διαμέρισμα του στο 1ο όροφο με το ασανσέρ.
Σήμερα το ταπεινό ποδήλατο πήρε τη θέση της... Μερσέντας Κομπρέσορ και η απογευματινή γυμναστική έγινε πρωινή και μεσημεριανή. Την ώρα που πηγαίνει και γυρνάει από τη δουλειά του, που ευτυχώς υπάρχει κι αυτή προς το παρόν, έστω και με μειωμένες αποδοχές.
Σήμερα οι δερμάτινες τσάντες του ποδηλάτου παίζουν το ρόλο του πορτ-μπαγκάζ που φτάνουν και περισσεύουν για να χωρέσουν μέσα τους ολόκληρο αυτοκίνητο, στο δρόμο λίγο πριν την επώδυνη αποκαθήλωση.
Ήταν 8 Ιανουαρίου 2013.
Ήταν η τελευταία μέρα πληρωμής τελών κυκλοφορίας και κατάθεσης πινακίδων.
Chrisgio
4 σχόλια :
Εξαιρετικός ο τρόπος που περιγράφεις την σύγχρονη Ελλάδα !!!
Μια χαρά είναι το ποδήλατο! Άντε, γιατί καλομάθαμε...
Τα σέβη μου.
Σ' ευχαριστώ!
Μια χαρά δεν λές τίποτα!
Δημοσίευση σχολίου