Στις 22 Νοεμβρίου το απόγευμα όταν η δουλειά βρήκε κατά κάποιο τρόπο τον φυσιολογικό της δρόμο, η βροχή σταμάτησε και η φόρτωση ξανάρχισε, αποφασίσαμε με τον υποπλοίαρχο και το μάγειρα να βγούμε μια βόλτα στη πόλη.
Θυμήθηκα τότε τα λόγια του Έλληνα πράκτορα κατά την άφιξη του πλοίου.
«Προσοχή όταν βγείτε έξω. Είναι από τις πιο επικίνδυνες πόλεις της Βραζιλίας. Μεγάλη εγκληματικότητα».
Το Santos είναι νησί μέσα σε έναν κόλπο που σχεδόν τον γεμίζει αφήνοντας γύρω του ένα κανάλι. Συνδέεται δε με την άλλη γη με γέφυρες. Το πλοίο δεμένο στην απέναντι όχθη του καναλιού. Το πλεούμενο απαραίτητο για να μπούμε στο δρόμο προς τη πόλη. Έξοδος μετ’ εμποδίων. Μέχρι να έρθει η βάρκα να μας περάσει απέναντι η ώρα είχε πάει 6.
Είχαμε σκοπό, βγαίνοντας στην πόλη, το πρώτο που θα κάναμε να ήταν η επίσκεψη στο μουσείο του Πελέ αλλά, αλλιώς προγραμματίζεις κι αλλιώς σου κάθονται.
Ο βαρκάρης μας πήρε 40 δολάρια για μια απόσταση 300 μέτρων!
Εκβιασμός Νο1!
Περπατώντας με δυσκολία, ανάμεσα σε φορτηγά, σιδηροδρομικές γραμμές, σταματημένα βαγόνια και μάτια που μας περιεργάζονταν, περάσαμε δύο πύλες ελέγχου μέχρι να βγούμε στο χάος της κεντρικής εισόδου – εξόδου ενός βραζιλιάνικου λιμανιού που δεν διαφέρει και πολύ από τα δικά μας σαν εικόνα. Χάλι μαύρο!
Όμως δεν είχαμε ντόπια χρήματα. Στην Βραζιλία αν δεν έχεις REALS και «τολμήσεις» να πληρώσεις με δολάρια σε κλέβουν στη ψύχρα. Εκμεταλλευόμενοι την ανάγκη σου, ανταλλάσσουν τα δολάρια σε εξευτελιστική τιμή.
Εκβιασμός Νο2!
Ταξί πουθενά. Απευθυνόμενοι σε έναν περαστικό, να ναι καλά ο άνθρωπος, πήρε τηλέφωνο και 30 λεπτά αργότερα ένα ταξί VW POLO σταμάτησε μπροστά μας.
O ταξιτζής πετάχτηκε έξω.
-Που πάτε; μας ρώτησε.
-Κάπου να αλλάξουμε δολάρια με ρεάλια! του απάντησε ο υποπλοίαρχος.
-Θέλω 30 δολάρια να σας πάω.
Ούτε μέσα στο ταξί δεν μας άφησε να μπούμε αν δεν συμφωνούσαμε!
Συμφωνήσαμε!
Εκβιασμός Νο3!
Ήμουν σίγουρος που μας πήγαινε. Σε ένα από τα χειρότερα σημεία του Santos. Εκεί «όπου συχνάζουν πόρνες, ναυτικοί και άλλα κακοποιά στοιχεία» όπως ακούγονταν αρκετές δεκαετίες πίσω.
Άλλες εποχές.
Φτάσαμε σε ένα άθλιο μέρος με 3-4 άθλια μπαρ και άθλιες βραζιλιάνες πόρνες. Το ένα μπαρ, ελληνικής ιδιοκτησίας. Λείπει ο Μάρτης απ’ την Σαρακοστή;
Είχα να περπατήσω στο Santos πάνω από 35 χρόνια αν και είχα έρθει κι άλλες φορές χωρίς να έχω την ευκαιρία να το κάνω. Ήμουν παιδάκι!
Άλλες εποχές!
Ακόμα και η πορνεία σερβίρονταν με άλλο, πιο κομψό τρόπο!
Είχα να περπατήσω στο Santos πάνω από 35 χρόνια αν και είχα έρθει κι άλλες φορές χωρίς να έχω την ευκαιρία να το κάνω. Ήμουν παιδάκι!
Άλλες εποχές!
Ακόμα και η πορνεία σερβίρονταν με άλλο, πιο κομψό τρόπο!
Κάπου εκεί δίπλα μία πόρτα, σχεδόν τεθωρακισμένη, άνοιξε μετά από γρήγορο οπτικό έλεγχο εκ των έσω. Μπήκαμε μέσα. Ένας βρωμερό ελληνικό μαγαζί με προϊόντα πρώτης ανάγκης αλλά και όλων αυτών, ας πούμε μικρών γευστικών απολαύσεων, που λείπουν από τους ναυτικούς εν πλω.
Φτηνά παπούτσια και ρούχα, τσιγάρα, αναπτήρες, αναμνηστικά της κακιάς ώρας με το άγαλμα του Χριστού του Ρίο σαν βασικό τους θέμα, τσίχλες, σοκολάτες, καραμέλες.
Γεμάτο ναυτικούς.
Γεμάτο ναυτικούς.
Εκτός από εμάς τους 3 άλλος ένας Έλληνας ήταν εκεί από άλλο βαπόρι. Οι υπόλοιποι Φιλιπίνοι. Η ράτσα που έχει κατακτήσει πλέον τα βαπόρια.
Έλληνες ναυτικοί; Μοιάζαμε με μουσειακά απολιθώματα ανάμεσά τους!
Κάποτε οι πόρνες μιλούσαν ελληνικά, σήμερα μιλάνε Tagalog την επίσημη γλώσσα των Φιλιππίνων. Μία γλώσσα με βάση κυρίως τα ισπανικά και δευτερευόντως τα αγγλικά και τοπικές διαλέκτους αυτής της χώρας.
Για να μην χάσω τη σειρά της αφήγησης θυμίζω το λόγο που φτάσαμε εδώ.
Την ανταλλαγή δολαρίων με ρεάλια, σε λογική τιμή. Αυτό έγινε στο ελληνικό μαγαζί.
Κοίταξα το ρολόι μου. Είχε πάει 8 το βράδυ. Το μουσείο του Πελέ δεν θα μας περίμενε. Το πήρα απόφαση ότι η επίσκεψη εκεί θα γινόταν ίσως σε κάποιο άλλο ταξίδι.
Βγαίνοντας από τον Έλληνα προχωρήσαμε απέναντι προς την πιάτσα ταξί όταν κάποιος μας φώναξε από το ελληνικό μπαρ.
Ήταν ο πράκτορας του πλοίου. Η λαχτάρα να βρεθεί με Έλληνες τον έκανε να συχνάζει σε αυτό το μέρος. Καλός άνθρωπος, χρόνια στη Βραζιλία, παντρεμένος με Βραζιλιάνα.
Του είπαμε ότι το πρόγραμμα έλεγε καλό φαγητό και επιστροφή στο πλοίο. Επέμεινε να μας κεράσει ενώ μας υποσχέθηκε ότι θα μας πήγαινε αυτός αργότερα σε όποιο εστιατόριο θέλαμε. Συμφωνήσαμε και ήπιαμε ένα ποτό στην υγειά του.
Μέσα στο μπαρ διέκρινα μερικούς πιτσιρικάδες από το πλοίο αγκαλιά με «κυρίες» που διέθετε το μαγαζί. Το μάτι τους γυάλιζε, το αίμα τους έβραζε και ο φόβος της αρρώστιας είχε μπει σε δεύτερη μοίρα.
Λίγο αργότερα μπήκαμε στο αυτοκίνητο του πράκτορα και ξεκινήσαμε για φαγητό. Ο φίλος χωρίς να του το ζητήσουμε μας έκανε μια βόλτα στη πόλη που είχε εδώ και ώρα ανάψει τα φώτα της.
Νόμιζα ότι είχα δει τον πάτο του Santos αλλά όχι, είχε και χειρότερα!
Περάσαμε μέσα από μια περιοχή που η Παλιά Τρούμπα και η ταινία «Κόκκινα Φανάρια» που την περιέγραφε μοιάζουν με… γυναικεία μοναστήρια.
-Εδώ δεν σταματάς για κανένα λόγο, μας είπε. Δεν το κάνω ποτέ αυτό γιατί είναι επικίνδυνο , αλλά ήθελα να σας δείξω και άλλες «ομορφιές» της πόλης.
-Και ποιος σου ζήτησε να το κάνεις; του απάντησα.
Το πήρε σαν καλαμπούρι αν κι εγώ το είχα πει στα σοβαρά!
Άθλιοι δρόμοι, άθλια κτίρια, άθλια ξενοδοχεία-πορνεία, άθλιοι άνθρωποι, βρώμα σωματική και ψυχική. Το έγκλημα είχε πάρει μπροστά στα μάτια μου σάρκα και οστά. Η λέξη «έγκλημα» αν δεν συνοδεύεται από εικόνα δολοφονημένου, πτώματος, ένοπλου που πυροβολεί, μασκοφόρου διαρρήκτη, πολιτικού λαμόγιου είναι κάτι αφηρημένο.
Ανακάλυψα για ακόμα μια φορά, η πρώτη ήταν στην Barranquilla της Κολομβίας, ότι η λέξη αυτή δεν χρειάζεται τίποτα από τα παραπάνω. Εδώ, σ’ αυτό το σημείο είναι ορατή, την βλέπεις στη σύνθεση της εικόνας, την οσμίζεσαι.
Περιφέρεσαι ανάμεσα σε νταβατζήδες, πουτάνες, άστεγους, λωποδύτες, φονιάδες, ναρκομανείς.
Λίγο ακόμα και το γλυκό θα «έδενε». Τα... κακοποιά στοιχεία θα ήταν σε πλήρη αντιπροσώπευση αν σταματούσαμε και μπερδευόμασταν ανάμεσά τους.
Οι ναυτικοί έλειπαν!
Αχ πόσο τσατίστηκα που ξέχασα να πάρω μαζί μου την φωτογραφική μηχανή.
Η εικόνα λίγο πιο κάτω άλλαξε επιστρέφοντας σε όχι τόσο extreme καταστάσεις. Μια κανονική βραζιλιάνικη πόλη. Με όλα τα κακά και τα ελάχιστα καλά της.
Λίγα λεπτά αργότερα κατάλαβα ότι είχαμε αλλάξει κατεύθυνση. Είχαμε πάρει την παραλιακή λεωφόρο, ενώ η γενική εικόνα γύρω μας άρχισε να βελτιώνεται ταχύτατα. Λες και με διακτινισμό είχαμε μεταφερθεί σε άλλη χώρα. Πλησιάζαμε την περιοχή των πλουσίων.
Θύμιζε την παραλιακή από Παλαιό Φάληρο και κάτω. Το Santos είχε βάλει τα καλά του.
-Κατά που μας πας τώρα; Ρώτησα.
-Να φάτε δεν θέλετε; Ρώτησε με τη σειρά του.
-Ναι!
-Ε, εκεί πάμε!
Ο φίλος μας άρχισε να μας περιγράφει αυτά που βλέπαμε αλλά και την ιστορία της ζωής του. Ενδιαφέρουσα αφήγηση και πρώτης τάξης τρόπος για να ξεχαστεί η πείνα που μας έδερνε.
Μας περιέγραψε τη Βραζιλία σαν μια χώρα απελπιστικά ακριβή, σκληρή, άπονη, με τον κύριο όγκο των κατοίκων της να ζουν στη φτώχεια.
«Τι να το κάνω αν η χώρα είναι πλούσια αλλά οι κάτοικοί της υποφέρουν;» μας είπε και είχε δίκιο!
Σε μια στιγμή μας έδειξε το εστιατόριο.
-Φτάσαμε, μας είπε!
Το αυτοκίνητο σταμάτησε κι όπως καθόμουν στην θέση του συνοδηγού γύρισα απλώνοντας το χέρι μου να τον ευχαριστήσω για την ξενάγηση αλλά και για το κόπο που έκανε να μας φέρει μέχρι εδώ.
-Αν δεν έχετε αντίρρηση, θέλω να κάτσω να φάμε μαζί, να κάνουμε παρέα, μας είπε.
-Γιατί όχι, μετά χαράς, του απαντήσαμε και οι τρείς μας.
Κλείδωσε το αυτοκίνητο και μπήκαμε στην αυλή του εστιατορίου.
Καμιά σχέση μ’ εκείνο όπου είχαμε φάει στο Itaguai.
Διαλέξαμε ένα τραπέζι έξω στη βεράντα και μόλις καθίσαμε ο... θεριακλής υποπλοίαρχος, καλή του ώρα, τόλμησε ν’ ανάψει τσιγάρο. Ο σερβιτόρος αλλά κι ο φίλος μας γρήγορα τον ενημέρωσαν ότι το τσιγάρο απαγορεύεται σε όλο το χώρο είτε μέσα είτε έξω!
Ακόμα και στην Βραζιλία κάποιοι νόμοι τηρούνται…
Το εστιατόριο έμοιαζε μέχρι ένα σημείο με το «Fogo de Chao» την Churrascaria όπου έφαγα στο πέρασμά μου από την Ουάσινγκτον την πρωτεύουσα των Ηνωμένων Πολιτειών.
Όσον αφορά την ποιότητα, η διαφορά εμφανής αλλά κι εδώ όλα ήταν πάρα πολύ όμορφα.
Φάγαμε ξανά του σκασμού και ήπιαμε κόκκινο κρασί. Εγώ έφαγα κι ένα τεράστιο παγωτό που το είχα από καιρό άχτι.
Η παρέα είχε καλή σύνθεση. Η παρουσία του πράκτορα μας έβγαλε από τα τετριμμένα που συνήθως συζητάμε όταν βρισκόμαστε μεταξύ μας οι ναυτικοί!
Δύο ώρες αργότερα ο φίλος, αφού με κανέναν τρόπο δεν δέχτηκε να πληρώσουμε, μας άφησε στην πύλη του λιμανιού και η αντίστροφη πορεία προσγείωσης στην πραγματικότητα άρχισε.
Ένας άλλος βαρκάρης μας ζήτησε και πήρε άλλα 40 δολάρια να μας περάσει απέναντι.
Εκβιασμός Νο4!
Εκβιασμός Νο4!
Στο πλοίο η φόρτωση συνεχίζονταν χωρίς πρόβλημα με άγριο ρυθμό.
Τους είχαν καθυστερήσει πολύ οι βροχές και ήθελαν να μας τελειώσουν όσο το δυνατόν πιο γρήγορα.
Ο ανθυποπλοίαρχος μου είπε ότι αν όλα πήγαιναν καλά τη επόμενη μέρα το απόγευμα θα φεύγαμε!
Συνεχίζεται...
Chrisgio
7 σχόλια :
ρε καπετάνιε την ριμάδα την φωτογραφική τι την έχεις ....
υγ.καπετάνιε στο ξαναλέω για δεύτερη φορά γράφεις καταπληκτικά!!!
Είδες τι έπαθα με τη φωτογραφική μηχανή; Άστα! Έχασα μια μεγάλη ευκαιρία να απαθανατίσω μερικές ιδιαίτερες στιγμές της ναυτικής ζωής. Όμως δεν είναι και τόσο εύκολο να δημοσιεύεις τα προσωπικά του καθενός. Αυτά μπορούν να γίνουν στο μέλλον. Να απέχουν πολύ από το σήμερα!
Όσο για το ΥΓ μη μου το ξαναπείς γιατί θα πάρουν τα μυαλά μου αέρα!
Χαχαχαχα!!!
ΒΡΑΖΙΛΙΑ ΕΙΝΑΙ ΠΑΤΡΙΔΑ ΤΗς ΑΛΕΓΡΙΑΣ ΠΟΥ ΕΛΛΗΝΕς ΕΧΟΥΝ ΚΑΝΗ ΔΕΥΤΕΡΙ ΖΩΗ ΕΧΟΥΝ ΠΕΡΑΣΗ ΩΡΑΙΑ ΟΠΟς ΕΓΩ
Δεύτερη ζωή;
Αααα, κατάλαβα!
Χαίρομαι!
Λυπάμαι για την υποκειμενικότητα του κειμένου σε ότι αφορά την Barranquilla. Ίσως τα μέρη που σας πηγαίνουνε δεν είναι τα... κατάλληλα.
Εγώ πάλι φίλε μου δεν λυπάμαι για την υποκειμενικότητα ή την αντικειμενικότητα για άλλους. Τα κειμενά μου, που αφορούν τις ναυτικές μου ιστορίες και περιπέτειες και είναι πραγματικές, δεν προσπαθούν να κερδίσουν αναγνώστες με το ζόρι και υπό το πρίσμα που το θέτεις δεν με νοιάζει καθόλου. Βέβαια θα ήμουν ψεύτης αν έλεγα ότι δεν με ενδιαφέρει η αναγνωσιμότητα αφού είναι κάτι που δίνει δύναμη σε κάποιον που γράφει να συνεχίσει.
Στα... "μέρη" λοιπόν δεν μας "πηγαίνουνε" και δεν έχουν σχέση με την... καταλληλότητα. Δεν είμαστε επιβάτες κρουαζερόπλοιου αλλά ποντοπόροι ναυτικοί φορτηγών πλοίων ΠΑΝΤΌΣ ΚΑΙΡΟΥ που παλεύουμε με τα στοιχεία της φύσης και φτάνουμε κάπου μετά από ταξίδι που σχεδιάζουμε ΕΜΕΙΣ.
Σε ότι αφορά την Barranquilla έχω να κάνω τον εξής παραλληλισμό κι όποιος κατάλαβε... κατάλαβε. Άλλο λοιπόν να κατέβει κάποιος από το αεροπλάνο και να παει κατ' ευθείαν Βουλιαγμένη/Γλυφάδα κι άλλο κατ' ευθείαν Νίκαια/Πέραμα. Βλέπει τελείως διαφορετικές εικόνες και σαν να πήγε σε άλλη πόλη/χώρα.
Αυτά!...
Έχω βρεθεί στο Santos εποχές που που στις 12 τα μεσάνυχτα που σταματούσε η φόρτωση κάναμε μπάνιο και βγαίναμε.
Να πάρουμε τον Σκαραβαίο ταξί για νύχτες χωρίς ύπνο
Δημοσίευση σχολίου