Αριστερά τα Νησιά του Πράσινου Ακρωτηρίου, δεξιά η Σενεγάλη. |
Στις 8 Δεκεμβρίου, 10 μέρες μετά την αναχώρηση από το Santos, συνεχίζοντας την πορεία των 024 μοιρών, βόρεια-βορειοανατολικά, είχαμε «απελευθερωθεί» από τη Βραζιλία που μας κρατούσε «αιχμάλωτους» τόσο καιρό.
Πλέαμε ακόμα σε ήρεμα νερά στη μέση του Ατλαντικού με τα Νησιά του Πράσινου Ακρωτηρίου να είναι κοντά, αριστερά μας. Δεξιά η Αφρική, η Σενεγάλη και η πρωτεύουσά της το Ντακάρ πολλά μίλια μακριά.
Οι αναμνήσεις με πλημύρισαν!
Ήταν Φθινόπωρο του 1976. Ήμουν πρωτόμπαρκος. Κατεβαίναμε από την Μπιζέρτα της Τυνησίας με προορισμό το Μοντεβίδεο της Ουρουγουάης.
Τρεις μήνες νωρίτερα στις 26 Ιουλίου είχα πατήσει για πρώτη φορά σαν μέλος πληρώματος το κατάστρωμα του φορτηγού πλοίου «ΝΙΚΥ». Ένα πλωτό κάτεργο της εποχής μόλις 9.000 τόνων. Μια νέα ζωή για μένα στη θάλασσα, αν και πολύ δύσκολη, πρωτόγνωρη, ήταν γεμάτη νέες εμπειρίες και εκπλήξεις, νέα λιμάνια, νέες χώρες, νέοι άνθρωποι, κόσμοι, εικόνες γεμάτες χρώματα που ανακάλυπτα και ζούσα για πρώτη φορά.
Σήμερα όλα αυτά δεν ισχύουν . Η πολύχρονη ζωή μου στη θάλασσα έχει μετατρέψει το «συναρπαστικό» σε ρουτίνα, το «χρωματιστό» με γκρίζο!
ΝΙΚΥ: Το πρώτο μου καράβι. |
Τα Νησιά του Cabo Verde, πρώην Πορτογαλική αποικία, είναι ανεξάρτητο κράτος από το 1975 και για τους κάποιας ηλικίας ποδοσφαιρόφιλους πατρίδα του Ντανιέλ Μπατίστα της ΑΕΚ, του Ολυμπιακού και της Εθνικής μας, όπως και του Νόνι Λίμα του Πανιωνίου. Βρέθηκα λοιπόν για πρώτη και τελευταία φορά εκεί όταν αυτό το κράτος ήταν ηλικίας ενός έτους!
Φουντάραμε πολύ κοντά στη στεριά, στο αγκυροβόλιο του μικροσκοπικού ορεινού, κατάξερου, άγονου νησιού. Έμοιαζε ότι κάποιος γίγαντας με ένα τεράστιο τηγάνι γεμάτο καυτό λάδι να είχε περιχύσει την επιφάνειά του. Δεν έχω εικόνα από τα υπόλοιπα νησιά αλλά του Sao Vicente, υπό τη γωνία που το έβλεπα, είναι αυτή που περιγράφω.
Λίγα λεπτά αργότερα ένα μικρό πετρελαιοφόρο συνοδευόμενο από μερικά βαρκάκια με «ντόπιους» μαύρους και κρεολί μας πλεύρισε κι άρχισε ο ανεφοδιασμός.
Τα μικρά πλεούμενα, το ένα με 5-6 τσαμπιά σταφύλια, το δεύτερο με 4-5 καρπούζια, το άλλο με φρέσκα ψάρια πρώτης διαλογής, αστακούς, καραβίδες, γαρίδες, προσπαθούσαν να βγάλουν μεροκάματο.
Κάποιοι από το πλήρωμα αγόρασαν τεράστια μπαρμπούνια – σαν τέτοια έμοιαζαν – περίπου μισό μέτρο το καθένα. Μου είχε κάνει πολύ μεγάλη εντύπωση οι διαστάσεις τους.
Άλλες βάρκες, πλωτά καταστήματα λαϊκής τέχνης, πωλούσαν σουβενίρ που αποτύπωναν προφανώς την τοπική κουλτούρα τους. Ακόμα και την σημαία του νήπιου κράτους τους πλάσαραν!
Τέλος ένας άλλος ντόπιος δεν πουλούσε τίποτα. Μόνο μία φραντζόλα ψωμί και μία απόχη στο πανιόλο (πάτωμα). Πλησίασε τη πρύμη του καραβιού και έδεσε τη βάρκα του στον άξονα του τιμονιού. Μετά την άφησε να την παρασύρει το ρεύμα κι εκείνη σταθεροποιήθηκε μερικά μέτρα πίσω μας.
Πήρε στα χέρια του τη φραντζόλα έκοψε ένα κομμάτι κι άρχισε να το μασάει. Με το άλλο χέρι έπιασε την απόχη. Το μαλάκωσε στο στόμα του και το έφτυσε με δύναμη και θόρυβο στο νερό. Σε χρόνο μηδέν δεκάδες ψάρια σχημάτισαν ένα μικρό κώνο έξω από το νερό, ποιος ξέρει πόσα κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας, στην προσπάθειά τους να τσιμπήσουν τα ψίχουλα. Έβαλε απλώς την απόχη κάτω από το κώνο κι έβγαλε έξω πάνω από 10 ψάρια. Το επανέλαβε κάμποσες φορές και λίγο αργότερα η βάρκα είχε γεμίσει.
Τότε ο βαρκάρης άλλαξε επάγγελμα. Από ψαράς έγινε έμπορος. Με τα ψάρια να σπαρταράνε δεν χρειάζονταν να κάνει πολλά για να μας δελεάσει. Με λίγα δολάρια και μερικές κούτες τσιγάρα έγιναν δικά μας.
Επανέλαβε το ιδιόμορφο ψάρεμά του 2-3 φορές ακόμα μέχρι που τελείωσε το ψωμί. Μας τα πούλησε όλα και ξάπλωσε ανάσκελα στη βάρκα του. Έδειχνε να κοιμάται. Είχε βγάλει το μεροκάματο. Τώρα το πώς κοιμόταν κάτω από τον καυτό τροπικό ήλιο ένας Θεός ξέρει.
Ο ανεφοδιασμός τελείωσε και το 20 ετών γέρικο σκαρί, κατασκευής του 1956, ανοίχτηκε στον Νότιο Ατλαντικό προς τον προορισμό του την Λατινική Αμερική!
Την άλλη μέρα το μενού έλεγε ψάρι. Τα ψήσαμε, τα τηγανίσαμε, τα μαγειρέψαμε.
Ήταν άνοστα. Ψάρια του Ωκεανού. Άχυρο.
Αχ Ελλαδίτσα μου! Αιγαίο μου! Παγασητικέ μου!
Συνεχίζεται…
Chrisgio