Μια φορά ήταν μια μανούλα που είχε τέσσερα παιδάκια.
Το μεγαλύτερο ήταν έξι χρονών και το μικρότερο ίσα που μπουσούλαγε.
Μόλις είχε μετακομίσει η οικογένεια στο δικό της σπιτάκι. Είχαν βάλει μέσα τα απαραίτητα και πολλά ακόμα έλειπαν για να το τελειώσουν. Σιγά-σιγά, όλα θα γίνουν, σκεφτόταν και μια χαρά μεγάλωναν τα βλασταράκια της.
Ένα απόγευμα χτυπάει το κουδούνι. Μια γειτόνισσα ήρθε για επίσκεψη.
Η πόρτα άνοιξε χαρούμενα και η άγνωστη κάθισε στο σαλόνι.
Άρχισε να μελετάει τους χώρους αδιάκριτα και μετά τα τυπικά, για καλή εγκατάσταση και τα παρόμοια, έκανε το μεγάλο λάθος.
-Βλέπω ότι ακόμα δεν έχετε επιπλώσει το σπίτι. Είπε με το θράσος που δίνει η αίσθηση της «ανωτερότητας».
-Όλα θα γίνουν, απάντησε η μανούλα, προσπαθώντας να φανεί ευγενική.
-Εδώ, αυτή η γωνιά είναι ό,τι πρέπει για να βάλεις μια βιτρίνα για τα ασημικά σου, συνέχισε η άλλη.
-Ααα, τα ασημικά μου!! Δεν το είχα σκεφτεί. Μισό λεπτάκι παρακαλώ. Είπε η μανούλα και άνοιξε την πόρτα που οδηγούσε στα υπνοδωμάτια.
-Παιδιά, ελάτε λίγο που σας θέλω, φώναξε.
Σε ένα λεπτάκι τα παιδάκια παρουσιάστηκαν. Πρώτα τα μεγαλύτερα μέσα στις μπογιές ζωγραφικής και αμέσως μετά ο τρίτος μπόμπιρας κουβαλώντας και σέρνοντας σχεδόν το μικρό αδερφάκι του.
Αυτό που είδε η γειτόνισσα δεν πρόκειται να το ξεχάσει.
Και αυτά που άκουσε ίσως να της έδωσαν ένα καλό μάθημα.
Ο πιτσιρίκος που έσερνε το μικρό, είχε πασαλειφτεί ολόκληρος σχεδόν με μερέντα στα χεράκια και στο πρόσωπο και το μωράκι, μέσα στη μερέντα και αυτό γλύφονταν με ευχαρίστηση.
Ααα! έκανε η ξένη, λερώθηκαν!
-Να τα δικά μου ασημικά! Είπε με καμάρι η μάνα.
Η γειτόνισσα, όπως έμαθα, δεν επισκέφτηκε άλλη φορά τη μανούλα που δεν είχε ασημικά για να βάλει σε έπιπλο, αλλά ασημικά και μαλάματα της καρδιάς της, πασαλειμμένα με μερέντα και χρώματα ζωγραφικής.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου