Πέμπτη 25 Ιουνίου 2015

Κύματα παραλίας Νο4...

… οι πατούσες υγραίνουν, φταίει η βρεμένη άμμος. Σταματάς, έχεις φτάσει στην άκρη της γης, στο όριό της. Εκεί απ’ όπου η θάλασσα απλώνεται απέραντη, κυρίαρχη, βασίλισσα αλλά κι ένας άλλος κόσμος ταυτόχρονα. Η τελευταία ικμάδα των κυμάτων με ερωτισμό αγκαλιάζουν την ασάλευτη γη που δείχνει παραδομένη στην ηδονή. Έχουν φτάσει στην κορύφωση.

Η μάνα μαζεύει τα άτακτα παιδιά της, αρκετά έπαιξαν. Γρατζουνάνε άμμο και βότσαλα, παίρνουν μερικά μαζί τους αφήνοντας τα πολλά να στραγγίζουν και τρέχουν να δυναμώσουν το επόμενο κύμα. Το νερό υποχωρώντας σιωπηλό, ακούει τον ήχο τους καθώς κατρακυλάνε προς τη ρίζα το επόμενου κύματος αρκετά μέτρα μακριά σου. Η θάλασσα ανασυντάσσεται, το κύμα δυναμώνει κι επιτίθεται ξανά και ξανά.

Είτε μικρά είτε μεγάλα πάνε κι έρχονται. Γεννιούνται, δυναμώνουν, υγραίνουν, μουσκεύουν απ’ όπου περάσουν, αγκαλιάζουν, χαϊδεύουν, κατατρώγουν, καταστρέφουν, πεθαίνουν. Ένα αέναο πήγαινε έλα. Το καθένα τους ένας ελάχιστος κύκλος ζωής!
Την ώρα που άλλο ένα κύμα ετοιμάζει την επίθεσή του ξεθαρρεύεις. Περπατάς στη βρεμένη άμμο. Αφήνεις τα τέλεια ίχνη σου πάνω της! Για λίγο! Σε δευτερόλεπτα θα εξαφανιστούν.
Γυρίζεις στα στεγνά. Κάθεσαι στην άμμο σταυροπόδι σε απόσταση ασφαλείας. Το κύμα σκάει στα όριά του!
Εστιάζεις στον ορίζοντα, τα χρώματα αλλάζουν, ο ήλιος απόμεινε μισός. Μπορείς και τον βλέπεις με γυμνό μάτι. Τον χαίρεσαι αλλά και τον υποτιμάς. Δεν τον προσκυνάς όπως όταν είναι ψηλά, τον κοιτάς κατάματα, του αυθαδιάζεις. Δεν ξέρεις αν του αρέσει, ούτε αν νοιώθει αδύναμος.

Δεξιά σου ένα ξύλινος μώλος για ψαροκάικα. Τα βουβά κύματα του swell εκεί στην άκρη του στο βάθος έχουν βαλθεί να τον εξαφανίσουν. Δεν θα τα καταφέρουν. Βρίσκεται χρόνια εκεί, έχουν δει τα μάτια του…
Παίρνεις βαθιές ανάσες. Οξυγόνο και ιώδιο φτάνουν μέχρι το πιο απομακρυσμένο κύτταρό σου.

Αλλάζεις την εστίαση των ματιών σου. Αρχίζεις να τα μετράς! Ένα, δύο, τρία… δέκα… είκοσι! Ούτε… σαράντα δεν έχεις υπομονή να μετρήσεις. Σαν να βιάζεσαι!
Όχι δεν βιάζεσαι, πλήττεις.
Τα όμορφα πράγματα κρατάνε ελάχιστα. Η χαρά, η ευχαρίστηση, η ευφορία, η ηδονή είναι στιγμές. Όπως και το… πολύ μαζί σκοτώνει! Όλα είναι στο μυαλό. Δεν έχεις τίποτα άλλο να κάνεις εδώ. Όνειρο ήταν και πάει!

Στρέφεις το βλέμμα σου προς το ταβερνάκι. Τι όμορφη που φαίνεται από δω, η πεζή πραγματικότητα! Σαν… όνειρο!

Ξεμπλέκεις τα πόδια σου. Γέρνεις προς τα πίσω ακουμπάς την πλάτη σου στην άμμο και με φόρα σηκώνεσαι όρθιος. Βάζεις στόχο τα τσιμεντένια σκαλοπάτια. Κοιτάς τα ξυπόλητα πόδια σου να συναντάνε τα χνάρια που άφησες όταν κατηφόριζες.
Σού ΄ρχεται στο νου το τραγούδι του Δερβενιώτη, το σιγοτραγουδάς. «Πάρε τα χνάρια να με βρεις και σώσε με αφού μπορείς».
Καθαρίζεις τα πόδια σου από την άμμο. Πιάνεις τα καθαρά παπούτσια σου, ανεβαίνεις τα σκαλιά σκύβεις και τα φοράς.
Από τα ηχεία ένας θόρυβος. Δεν τον αντέχεις!
- Τι είναι αυτό που ακούγεται; ρωτάς το γκαρσόνι.
- Δεν ξέρεις τον Παντελίδη; ρωτάει με απορία ο νεαρός.
- Τον ξέρω, απαντάς.
«Που να μην τον ήξερα!» μονολογείς.
Ότι και να ζήσεις σ’ αυτή τη ζωή ότι και να νοιώσεις αυτό που μένει είναι το τελευταίο. Το παρόν! Όνειρα και πράσινα άλογα. Ξενέρωσες!

- Το λογαριασμό σε παρακαλώ πολύ.
- Αμέσως κύριε.

Μπαίνεις στο αυτοκίνητο, γυρίζεις το κλειδί και η μηχανή ζωντανεύει. Βάζεις ταχύτητα και ξεκινάς. Πατάς το ΟΝ στο ραδιόφωνο κι αμέσως το γυρνάς στο CD που συνεχίζει από κει που το έκλεισες.
Pink Floyd και Wish You Were Here.
Δεν ζεις άλλο ένα όνειρο, αλλά είσαι καλά…

Τέλος

Chrisgio

1 σχόλιο :

Τζόνσον ο αλογόμυγας είπε...

Αυτά παθαίνεις όταν συχνάζεις στα Καλά Νερά. Χάθηκαν οι παραλίες μετά τη Μηλίνα:) ;