Κυριακή 22 Αυγούστου 2010

Barranquilla: Βολτα και εντυπώσεις από την πόλη

Στις 3 του μηνός το βραδάκι μαζί με τους δύο Αους Μηχανικούς τον απολυόμενο και τον νεοαφιχθέντα αποφασίσαμε να κάνουμε τη βόλτα μας στην Barranquilla. Το σκοτάδι μ΄εμπόδιζε να δω την πραγματικότητα με την οποία ήμουν σίγουρος ότι θα ερχόμουν αντιμέτωπος. Αισθανόμουν ότι δεν επρόκειτο να νοιώσω καμία μεγάλη έκπληξη. Όμως το σκοτάδι είναι σκοτάδι και το... «της νύχτας τα καμώματα τα βλέπει η μέρα και γελά» εδώ στην Κολομβία έχει πλήρη εφαρμογή. Την μεγάλη όμως έκπληξη την ένοιωσα δύο μέρες αργότερα, αλλά ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά.
Αφού διασχίσαμε την πολύ φτωχή νότια Barranquilla βρεθήκαμε στο βόρειο τμήμα της που μπορείς να το περιγράψεις σαν ΧΙΛΙΑΔΕΣ φορές καλύτερο από το νότιο. Συγκρινόμενο όμως με αντίστοιχα ευρωπαϊκά δεν είναι τίποτα το ιδιαίτερο. Πάντως είναι ήσυχο μέρος και όχι επικίνδυνο. Η εγκληματικότητα είναι προνόμιο της νότιας περιοχής της πόλης. Βρήκαμε ένα καλό restaurant και μπήκαμε μέσα γρήγορα από το ένα air-condition (του αυτοκινήτου) στο άλλο (του εστιατορίου).
Άλλο ένα μείον της τροπικής ζώνης. Δεν μπορείς να απολαύσεις αυτό που ίσως για μερικούς είναι όμορφο. Η υψηλή υγρασία, η ζέστη και τα κάθε λογής ζουζούνια δημιουργούν μια άκρως καταθλιπτική ατμόσφαιρα οπότε προτιμάς να τα βλέπεις από τη μέσα πλευρά της τζαμαρίας του εστιατορίου.
Αυτό που εμείς στην Ελλάδα ειδικά το καλοκαίρι θεωρούμε αυτονόητο, δηλαδή τραπεζάκια έξω, σαγιονάρα και τα πόδια να τα βρέχει η θάλασσα, εδώ δεν είναι ούτε καν ζητούμενο.
Ζούμε στην ωραιότερη περιοχή του πλανήτη, δηλαδή στην βόρειο Μεσόγειο, και δεν λέμε να το καταλάβουμε.
Το φαγητό καλό, το κρασί επίσης. Τρεις ώρες πέρασαν γρήγορα, ευχάριστα και με κουβεντούλα περί ανέμων και υδάτων.
Η «ΓΕΙΩΣΗ» είχε και πάλι επιτευχθεί και η «ΛΑΜΑΡΙΝΙΑΣΗ» είχε αποτραπεί.
Έδειχνε να με είχε ανανεώσει τουλάχιστον εμένα, αφού ο μαστρο-Χριστόδουλος σε δύο μέρες θα ξεμπαρκάριζε ενώ ο μαστρο-Γιώργης μόλις είχε έρθει φρέσκος-φρέσκος από την Ελλάδα.
Στην επιστροφή οι δρόμοι σχεδόν άδειοι. Το μποτιλιάρισμα των δρόμων γύρω στα μεσάνυχτα συμβαίνει μόνο στην αθάνατη Ελλάδα.
Δύο μέρες αργότερα έπρεπε να βγω ξανά στην πόλη για δουλειά του πλοίου. Ν’ αγοράσω χαρτικά. Ο οδηγός του πράκτορα με πήρε γύρω στις 3 το απόγευμα από το πλοίο με την προοπτική να τελειώσω γρήγορα και το βράδυ όλοι μαζί να ξανακάνουμε την βόλτα μας. Αυτό ήταν το πρώτο λάθος, ενώ το δεύτερο ήταν ότι δεν πήρα μαζί μου τη φωτογραφική μηχανή.
Οι εικόνες που μου έκρυψε το σκοτάδι πριν δύο μέρες ήταν πλέον μπροστά μου. Το ΣΟΚ ανάλογο αυτού που είχα νοιώσει πριν 4-5 χρόνια στο Kamsar της Γουινέας στην Δυτική Αφρική. Δεν ξέρω πως μπορεί κάποιος να περιγράψει αυτό που είδα ξανά.
Εγώ σ΄αυτές τις περιπτώσεις έχω καταλήξει στην εξής πρόταση για να δώσω το στίγμα:

«ΠΕΡΑ ΑΠΟ ΤΗ ΦΤΩΧΙΑ»

Ο καθένας ας αναλογιστεί τι χειρότερο μπορεί να υπάρξει πέρα από τη φτώχεια.

Είχα περάσει κατά το παρελθόν δίπλα από FAVELES και VILLAS MIZERIAS αλλά ποτέ δεν είχα διασχίσει κάποια από αυτές.
Είναι εκπληκτικό να βλέπεις πως μπορούν άνθρωποι να ζουν μόνο... ΑΝΑΠΝΕΟΝΤΑΣ, να ζουν ανάμεσα σε ΒΟΥΝΑ από σκουπίδια και σκατά, ο νόμος του δυνατότερου στο σώμα ή του οπλισμένου παράνομα χεριού να κυριαρχεί και η κλοπή, ο βιασμός, ο φόνος, να αποτελούν καθημερινή ρουτίνα.
Ο πράκτορας μου είπε ότι «αν σταματήσουμε κάπου εδώ ή πάθει βλάβη το αυτοκίνητο την έχουμε άσχημα κι ας είναι μέρα μεσημέρι.
Το μόνο που μ΄ένοιαζε πλέον ήταν γρήγορα να περάσουμε αυτές τις συμπληγάδες, αλλά σε λίγο είχα άλλη μία έννοια. Να τελειώσω γρήγορα τις αγορές που είχα να κάνω και να επιστρέψω όσο το δυνατόν πιο γρήγορα στο καράβι και υπό το φως της ημέρας. Τελικά δεν τα κατάφερα. Είχε νυχτώσει για τα καλά όταν επιστρέφαμε. Η ασχήμια είχε καλυφτεί πάλι από το σκοτάδι αλλά ήξερα πλέον που βρισκόμουν και «διατί να το κρύψωμεν άλλωστε» φοβόμουν.
Ρώτησα τον οδηγό πως τα καταφέρνει τόσα χρόνια και περνάει μέσα από αυτή τη σφηκοφωλιά, στο δρόμο για το λιμάνι, χωρίς απώλειες και μου απάντησε ότι μετά από είκοσι χρόνια σ΄αυτή τη δουλειά ξέρει να αναγνωρίζει τη στραβή, να μυρίζει το μπαρούτι από μακριά και να δρα αναλόγως.
Οι δύο αυτές μοναδικές έξοδοι στην Barranquilla μ΄έπεισαν ακόμη μία φορά ότι η Νότιος Αμερική αποτελεί κι αυτή ένα κομμάτι του τρίτου κόσμου.
Δεν έκανα απόπειρα να ξαναβγώ στην πόλη για δύο λόγους. Πρώτον για διάφορες υποθέσεις που αφορούσαν το πλοίο αλλά και το επικίνδυνο πέρασμα της νότιας Barranquilla.
Στις 7 Αυγούστου το βαπόρι αναχώρησε. Ο ποταμός Magdalena μας έσπρωχνε με την ίδια δύναμη που κατά την είσοδό μας κοντράριζε.
Με την αναχώρησή μας από την Barranquilla το μεγάλο ταξίδι που ξεκίνησε από το Rosario της Αργεντινής είχε φτάσει στο τέλος του.

Ένα νέο ταξίδι, μια νέα ναυτική περιπέτεια ξεκινούσε.

Η Santa Marta ήταν το επόμενο λιμάνι φόρτωσης, το φορτίο κάρβουνο και μέσω της διώρυγας του Παναμά, το λιμάνι εκφόρτωσης, το χωριό Mejillones (Μεχιγιόνες) της Χιλής.

Η περιοδεία στον τρίτο κόσμο συνεχίζεται....


Chrisgio

Δεν υπάρχουν σχόλια :